ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΚΡΙΖΙΩΤΗΣ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥ 1821 ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ – ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ.
Η Μοσχόπολη ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο και η εξωτερική πύλη για τις εξαγωγές στα Βαλκάνια και στην κεντρική Ευρώπη (Τεργέστη - Βουδαπέστη – Βιέννη). Η Μοσχόπολη, εκτός από εμπορικό κέντρο του Ελληνισμού, ήταν και κέντρο πολιτισμού και γραμμάτων. Είχε πολλά σχολεία με τους καλλίτερους δασκάλους της εποχής που είχαν εκπαιδευτεί στην Ευρώπη. Επίσης, στη Μοσχόπολη λειτουργούσε Ελληνικό τυπογραφείο απ’ όπου εκδίδονταν τα βιβλία της Ελληνικής Γραμματείας.
Πολλοί έμποροι της Μοσχόπολης εγκαταστάθηκαν στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, την Τεργέστη, την Βουδαπέστη και την Βιέννη. Εκεί διέπρεψαν στο εμπόριο και την τραπεζική, δημιούργησαν μεγάλο πλούτο, ανέβηκαν στα ανώτερα στρώματα της κοινωνικής και πολιτικής διαστρωμάτωσης. Πολλούς από αυτούς θα τους δούμε αργότερα ως εθνικούς ευεργέτες μετά την εγκαθίδρυση του Ελληνικού Κράτους, μετά την Επανάσταση. Τα καραβάνια των Βλάχων κυρατζήδων διέσχιζαν τα Βαλκάνια, έφερναν τα ελληνικά προϊόντα στις αγορές της Ευρώπης και από κει έφερναν άλλα προϊόντα, μαζί και τον αέρα του Διαφωτισμού και του δυτικού πολιτισμού.
Ο πλούτος και η φήμη της Μοσχόπολης είχε εξαπλωθεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ευρώπης, όμως η ζήλια και ο φθόνος από τους γείτονες Αλβανούς καθώς ο σφετερισμός του πλούτου τους από τους Τουρκαλβανούς Πασάδες και Μπέηδες έφερε την καταστροφή της Μοσχόπολης (η Μοσχόπολη ανήκε στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, σήμερα «Μπίτολα», και όχι σε αλβανικό βιλαέτι). Με αφορμή τα Ορλοφικά και την συμμετοχή σε εκείνη την εξέγερση, ακολούθησε η μεγάλη καταστροφή της (1770-1771). Μια νέα καταστροφή επήλθε από τις ορδές του Αλή Πασά το 1788, όπου καταστρέφονται πολλά πολιτισμικά και ιστορικά μνημεία. Από τις καταστροφές και τις διώξεις το εμπόριο, η βιοτεχνία, η τυπογραφία και τα σχολεία καταρρέουν. Η πόλη χάνει την αίγλη της.
Οι κάτοικοι πανικόβλητοι σκορπάνε σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου, στην περιοχή της Σιάτιστας, στη περιοχή του Βερμίου, στα βλαχοχώρια της Β. Πίνδου (Σαμαρίνα, Περιβόλι, Αβδέλα, στη Βλάστη Βοΐου), στην περιοχή των Ιωαννίνων και αλλού. Ο πατέρας του Νικόλα Γκριζιώτη, για την ασφάλεια της οικογένειας (για να μην κινδυνεύει από τους Τουρκαλβανούς), καταφεύγει και εγκαθίσταται στην Σαμαρίνα της Πίνδου, μεγάλη κωμόπολη της εποχής και με μεγάλη συντεχνία εμπόρων κυρατζήδων και τεχνιτών.
Στη Σαμαρίνα η οικογένεια Γκριζιώτη, μαζί με άλλους συγγενείς, οικοδομούν νέες κατοικίες με εγκαταστάσεις για εμπόριο, στη θέση απέναντι από τη βρύση Ζέκιου (η οικία Γκριζιώτη διασώζονταν έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά καταστράφηκε από τις δυνάμεις κατοχής και τους συνεργάτες της). Στη Σαμαρίνα οι κάτοικοι, λόγω του μεγάλου υψομέτρου (1,454 μ) και των δύσκολων καιρικών συνθηκών, τον χειμώνα μετακόμιζαν στα «χειμαδιά» για να βρουν καλλύτερες συνθήκες για τα πρόβατα, τα άλογα και τα μουλάρια των κυρατζήδων.
Για χειμερινή έδρα η οικογένεια Γκριζιώτη επιλέγει να κατοικήσει στην ιστορική κωμόπολη Τσαριτσάνη, της επαρχίας Ελασσόνας, αμιγώς ελληνική πόλη, με κατοίκους εμπόρους, κυρατζήδες, κτηνοτρόφους, τεχνίτες και αμπελουργούς. Η Τσαριτσάνη ήταν σε προνομιακή γεωγραφική θέση στους πρόποδες του Ολύμπου, ο οποίος χώριζε την Μακεδονία από την υπόλοιπη Ελλάδα και ήταν το πέρασμα των κυρατζήδων από την Θεσσαλία προς την Μακεδονία και αντίστροφα. Στην Τσαριτσάνη εκείνη την εποχή λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία με πολύ γνωστούς για την μόρφωσή τους δασκάλους.
Στη συνοικία των Αγγέλων Ταξιαρχών έκτισαν την χειμερινή κατοικία τους. Επρόκειτο για μία τριώροφο κτίριο: στο ισόγειο περιλαμβάνονταν τρείς κάμαρες, που λειτουργούσαν ως αποθηκευτικός χώρος για τις ανάγκες του σπιτιού και τα εμπορεύματα, που διακινούσαν στα διάφορα παζάρια και πανηγύρια των Βαλκανίων. Στους άλλους ορόφους υπήρχαν από τέσσερες κάμαρες και ένα μεγάλο μαντζάτο (σημερινό καθιστικό), δηλαδή σαλόνι που έκαιγε το τζάκι. Η αυλή περιβάλλονταν (σε σχήμα «Π»), εκτός από το σπίτι, από τον φούρνο, την γάστρα και το πλυσταριό από την μια πλευρά και από την άλλη τα αντάμια, για να μένουν τα άλογα και μουλάρια τις κρύες μέρες του χειμώνα. Τέλος, το σπίτι ασφάλιζε με μια μεγάλη αυλόπορτα που στην όψη της ήταν σκαλισμένο το οικόσημο της οικογένειας: η κεφαλή ενός αλόγου με ένα πέταλο και η ημερομηνία ανέγερσης «01/10/1783».
Το σπίτι των «Γκριζιωτάδων» κατοικούνταν συνεχώς έως το έτος 1943 όταν οι φασιστικές δυνάμεις των Ιταλών μαζί με ντόπιους συνεργάτες τους (που έμεινε στη συλλογική μνήμη ως «Ε’ Ρωμαϊκή Λεγεώνα») λεηλάτησαν και κατέκαψαν την Τσαριτσάνη. Μαζί με τα εμπορεύματα, τα χρήματα (δύο χιλιάδες και πλέον λίρες) και τέσσερες προίκες από τις κόρες, χάθηκαν ανεκτίμητης ιστορικής αξίας κειμήλια. Μεταξύ άλλων περιλαμβάνονταν έγγραφα και ντοκουμέντα από την Μοσχόπολη, εμπορικές συμφωνίες από πόλεις της Ευρώπης και των Βαλκανίων, όπλα από τους αγώνες της οικογένειας Γκριζιώτη (από τις επαναστάσεις του 1821, του 1853, την μάχη της Φυλουριάς και κατά των Ρουμάνων και Βουλγάρων κομιτατζήδων), αλλά προπάντων χάθηκε η πλουμιστή σπάθη του στρατηγού Νικόλα Γκριζιώτη, που ήταν δώρο στην πατρική του οικογένεια, καθώς και ένα ωρολόγι δώρο από τον εγγονό του Ν. Γκριζιώτη, (σε ανταλλαγή φιλοφρονήσεων), μιας υφαντής μπάντας με αντίστοιχους μπερντέδες και δύο κεντημένες στο χέρι κουρτίνες από την Ντάντω και την Στεργιανή Γκριζιώτη.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε ανέμελα. Μόλις τελείωσε το σχολείο, επέλεξε να ασχοληθεί με το επάγγελμα του πατέρα του, κυρατζής. Όταν έγινε δεκαοκτώ, ακολούθησε τον πατέρα του και τον αδελφό του Αδάμο στο καραβάνι τους. Γύρισε μαζί τους σε όλα τα εμπορικά κέντρα της Ελλάδος (Ιωάννινα, Καστοριά, Θεσσαλονίκη, Μοναστήρι, Άγιοι Σαράντα) και αλλού. Η περιπλάνηση του όμως δεν τελείωσε εκεί, καθώς ο πατέρας του έκλεισε εμπορικές συμφωνίες στα Βαλκάνια και στην κεντρική Ευρώπη. Έκαναν δύο ταξίδια στο Μαυροβούνιο και από εκεί στο Βελιγράδι με μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Ο Νικόλας αναδεικνύει μεγάλη αντοχή, ευστροφία και, προπάντων, εμπορικό πνεύμα. Στις χώρες που γυρίζουν μαθαίνει τις ντόπιες λαλιές και διαλέκτους για τις ανάγκες των συναλλαγών. Το έτος 1808 ο πατέρας του κλείνει μια μεγάλη συμφωνία με εμπόρους από το Μοναστήρι για να κάνουν ένα ταξίδι στην Βιέννη με μεταξωτά υφάσματα, γούνες και υφαντά σκουτιά για κάπες. Το ταξίδι κράτησε τρείς μήνες. Στο δρόμο τους συνάντησαν άπειρες δυσκολίες και κινδύνους, όπως κακοκαιρίες, πλημμύρες και ληστές που ζητούσαν λύτρα. Ο Νικόλας σε αυτές τις δύσκολες στιγμές έδειξε τις ηγετικές του ικανότητες, τόλμη και αυτοθυσία και καθοδήγησε σωστά τους συντρόφους του κυρατζήδες να αποφύγουν όλους του κινδύνους.
Στη μέση της διαδρομής ο πατέρας του αρρώστησε σοβαρά από κρυολόγημα και το ταξίδι βρέθηκε σε κίνδυνο και σε εμπορική καταστροφή. Η αποφασιστικότητα και η θέληση του Νικόλα ξεπέρασαν τις όποιες αντιρρήσεις του πατέρα του και των άλλων κυρατζήδων, αναδεικνύοντάς τον ως τον αναμφισβήτητο ηγέτη του καραβανιού. Άφησαν τον πατέρα του στο Βελιγράδι μαζί με ένα γηραιότερο κυρατζή για παρέα, και στα μέσα Ιούλη, έφθασαν στην Βιέννη. Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία βρίσκονταν σε αναβρασμό, διότι ο πόλεμος με τον Μέγα Ναπολέοντα μαίνονταν πλήρως, ενώ συνέπεια οι έμποροι της Βιέννης ήταν σε αβεβαιότητα. Όμως τα μάλλινα σκουτιά και οι γούνες έγιναν ανάρπαστα για τις κάπες των στρατιωτών. Η επιτυχία ήρθε στον κατάλληλο χρόνο και τόπο, χάρη στη συνετή ηγεσία και καθοδήγηση του καραβανιού από τον Νικόλα Γκριζιώτη και παρά το νεαρό της ηλικίας του.
Επιστρέφοντας στο Βελιγράδι βρίσκει τον πατέρα του καλλύτερα και επιστρέφουν στην Σαμαρίνα ανήμερα της Μικρής Παναγίας. Μόλις το καραβάνι έφτασε στις «Άσπρες Πέτρες» (τοπωνύμιο) και άκουσαν τα κουδούνια, οι άλλοι κυρατζήδες βγήκαν να δούν και να μάθουν τα νέα από το ταξίδι και τι συνέβαινε με τους πολέμους του Ναπολέοντα. Τα νέα για το ταξίδι και οι δυσκολίες του, καθώς και η ηγετική ικανότητα του Νικόλα διαδόθηκαν σαν αστραπή στην Σαμαρίνα.
Στο πανηγύρι της Μικρής Παναγιάς όλη η οικογένεια Γκριζιώτη εκκλησιάστηκε και κατόπιν γλέντησαν όλοι μαζί στο σπίτι. Κατόπιν ο Αδάμος και ο Νικόλας πήραν τους φίλους τους και διασκέδασαν με τα κλαρίνα γυρίζοντας όλες τις γειτονιές και στα σπίτια των συγγενών και φίλων. Εκείνο το απόγευμα ο Γιώργης Γκριζιώτης στο χάνι αρραβώνιασε τους δύο γιούς του, τον Αδάμο και τον Νικόλα όπως συνηθίζονταν εκείνα τα χρόνια. Ο γάμος του Αδάμου θα γίνονταν στην Τσαριτσάνη και του Νικόλα το ερχόμενο καλοκαίρι στην γιορτή της Μεγάλης Παναγιάς 15 Αυγούστου στην Σαμαρίνα. Τα νέα τα έμαθαν τα δύο αγόρια την άλλη μέρα, όταν γύρισαν από την ολονύχτια διασκέδαση που είχαν με τους φίλους τους.
Ακολούθησε ένα μεγάλο γλέντι για μια εβδομάδα με επισκέψεις και δώρα στις νύφες και στους συμπεθέρους. Κατόπιν η οικογένεια με τον ερχομό του φθινοπώρου επέστρεψε στην Τσαριτσάνη για να ξεχειμωνιάσει και να ετοιμαστεί για τον γάμο του Αδάμου. Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, στην εκκλησία των Αγγέλων Ταξιαρχών στη Τσαριτσάνη, τελέστηκε ο γάμος του Αδάμου, ενώ το γλέντι του κράτησε οκτώ ημέρες και αναφέρονταν ως ανάμνηση για πολλά χρόνια από τους παλαιότερους.
Με τον ερχομό της άνοιξης η οικογένεια του Νικόλα επέστρεψε στη Σαμαρίνα και ο Νικόλας με το καραβάνι του ετοιμάζονταν για νέα ταξίδια στον κάμπο της Θεσσαλίας για να προμηθευτεί σιτηρά. Η μοίρα του όμως άλλα του έγραψε, καθώς ένα συγκεκριμένο περιστατικό άλλαξε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη ζωή του. Μια μέρα είδε στην Βρύση την αρραβωνιαστικιά του, πήγε κοντά της, την φίλησε και της πήρε το σκουφί της για να το έχει μαζί του στο ταξίδι. Την ενέργεια αυτή, εκείνη την εποχή την θεωρούσαν προσβλητική για τα χρηστά ήθη και έθιμα και ήταν κατακριτέα. Η κοπέλα πήγε στο σπίτι της και το ανέφερε στον πατέρα της και εκείνος διέλυσε τους αρραβώνες. Ο πατέρας του Νικόλα θεώρησε μεγάλη προσβολή για τον ίδιο και την οικογένειά του την πράξη του γιού του, μάλωσε έντονα με τον αυτόν και τον έδιωξε από το σπίτι.
Το άνω περιστατικό καταγράφεται γλαφυρά από το παρακάτω βλάχικο τραγούδι, που επιβιώνει έως σήμερα (με ελληνικά γράμματα διότι η βλαχική ήταν προφορική).
«Πάι – Πάι Μαρούσια ντούσε λα φουντούνα σι αφλ’α γαμπρό λου γκάλε
Τιάσε μούνα σ’λο κουτσιούλα. Ντουμου- ντόμου γάιδαρε και γάιδαρε γόμαρε
Βα τι τζουκ λα τάτουμ’ ι βα τι μπαγκ λα οντά και βα χι’ι κα κερατά.»
«Πήγε η Μαρία στη βρύση και στο δρόμο βρήκε τον γαμπρό, εκείνος άπλωσε και της πήρε τον σκούφο της και εκείνος δεν τον επέστρεφε και αυτή του είπε γάιδαρε θα τα πω στον πατέρα μου και θα σε βάλει στη μέση του οντά να στα ψάλει και θα είσαι στημένος σαν κερατάς.»
Ο Νικόλας αποσβολωμένος από την κατακραυγή της πουριτανής κοινωνίας και την αποπομπή από την οικογένεια του, μην έχοντας που να πηγαίνει, αποφασίζει να γίνει κλέφτης και προσχωρεί στην κλέφτικη ομάδα του Καπετάν Λούκα που δρούσε στην περιοχή του Σμόλικα και του Γράμμου. Η επιλογή αυτή άλλαξε την πορεία του για όλη του την ζωή: η κλέφτικη καθημερινότητα με τις στερήσεις, τους κινδύνους, τις αρρώστιες, τις κακουχίες ατσάλωσαν το φρόνημά του, σφυρηλάτησαν την χαρισματική του προσωπικότητα και ανέδειξαν την ηγετική του φυσιογνωμία και την στρατιωτική ικανότητα του.
Κοντά στον Καπετάν Λούκα μαθαίνει, την τέχνη του κλεφτοπολέμου και την «σπαρτιάτικη» ζωή του κλέφτη. Συμμετέχει σε όλες τις μάχες που έδωσε με τους τουρκαλβανούς, που είχαν καταστεί μάστιγα για τους Έλληνες κατοίκους των περιοχών της Ηπείρου, της Δυτικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Εκείνη την εποχή οι Τουρκαλβανοί, με την προστασία και ανοχή του Αλή – Πασά των Ιωαννίνων λεηλατούσαν, έσφαζαν και βίαζαν τους Έλληνες σε μια προσπάθεια να καθυποτάξει το φρόνημα τους. Γρήγορα μέσα από τις συνεχείς μάχες ο Νικόλας ξεχωρίζει για την λεβεντία του, το θάρρος του και τις ικανότητες του στη μάχη, γίνεται πρωτοπαλίκαρο του Καπετάν Λούκα που τον προορίζει για γαμπρό του. Όμως για μία ακόμη φορά ο Νικόλας δεν επρόκειτο να παντρευτεί. Οι Τουρκαλβανοί έστησαν παγίδα στον καπετάν Λούκα και τον σκότωσαν, ενώ πήγαινε στο γάμο της κόρης ενός φίλου του που τον είχε προδώσει.
Η ομάδα του Kαπετάν Λούκα διαλύεται, σκορπά. O Γκριζιώτης με τον εξάδελφό του Ιωάννη Γιολδάση και τον κλέφτη Μητρούσια μετακινούνται προς τον Όλυμπο και το αρματολίκι των Λαζαίων. Οι αρματολοί του Ολύμπου και των Χασίων όμως δεν υπάρχουν πλέον, διότι οι ορδές του Βελή – Πασά έχουν εξοντώσει όλους τους κλέφτες του Ολύμπου. Μην έχοντας άλλη επιλογή, αφού δεν υπήρχε δυνατότητα για κλέφτικο αγώνα, ξεχειμωνιάζει φιλοξενούμενος στο Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου Βαλέτσικο της Τσαριτσάνης. Από εκεί επικοινωνεί με τον αδελφό του Αδάμο, που τον πληροφορεί ότι ο πατέρας τους έχει πεθάνει. Ο Αδάμος τον συμβουλεύει να μεταβεί στην Σκόπελο σε ένα οικογενειακό τους φίλο. Μαζί του τον ακολουθεί και ο Γιολδάσης, ενώ ο Μητρούσιας, επειδή ήταν πολύ άρρωστος και με πολλά τραύματα, γύρισε στο σπίτι του και μέσα σε λίγο καιρό πεθαίνει.
Την άνοιξη του 1816 ο Ν. Γκριζιώτης πηγαίνει προς τον Ανατολικό Όλυμπο, στην περιοχή του Λιτοχώρου για να βρει κάποιο μέσο ώστε να φτάσει στην Σκόπελο. Εκείνη την χρονική περίοδο η περιοχή του Ανατολικού Ολύμπου βρίσκεται σε μεγάλη αναταραχή, καθώς οι Τούρκοι κυνηγούσαν τον τελευταίο βλαστό της μεγάλης και ηρωϊκής οικογένειας των Λαζαίων, τον Λιόλο Λάζο, ο οποίος συνέχιζε των αγώνα που είχαν ξεκινήσει οι Λαζαίοι, ο Νικοτσάρας, ο Παπά Θύμιος Βλαχάβας - κλέφτες που έδρασαν με ορμητήριο το Αρματολίκι του Ολύμπου και της Περιοχής της Επαρχίας Ελασσόνας (Χάσια – Αμάρμπεης).
Ο Γκριζιώτης αντιλαμβάνεται αμέσως ότι είναι εγκλωβισμένος, έτσι καταφεύγει και κρύβεται σε ένα χωριό κοντά στο Δίον, την Καρύτσα, όπου διέμεναν Βλάχοι κτηνοτρόφοι. Όταν τα πράγματα κάπως ησυχάζουν, γίνεται περιστασιακά αγωγιάτης, κουβαλά ξύλα και άλλα υλικά για τις ανάγκες των γύρω χωριών. Ο Νικόλας έξυπνος, εργατικός, δραστήριος, γίνεται αμέσως αγαπητός από τους ανθρώπους της περιοχής και κάνει πολλές φιλίες. Ο φίλος του, Γκόγκας Ντούφας, του προξενεύει μια όμορφη ορφανή κοπέλα του χωριού την Ρήνα, καθώς οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τον πατέρα της και τους δύο αδελφούς της.
Ο γάμος γίνεται τον Οκτώβρη του 1816 με κουμπάρο τον ξάδελφο του τον Γιολδάση. Μένει στην Καρύτσα μέχρι τον Μάιο του 1817 και κατόπιν φθάνει μαζί με την γυναίκα του και τον Γιολδάση στην Σκόπελο. Στην Σκόπελο όταν φτάνει φιλοξενείται από κάποιο οικογενειακό φίλο, που είχε εμπορικές σχέσεις με τον αδελφό του Αδάμο. Εκεί έρχεται σε επαφή με κλέφτες του Ολύμπου και της Μακεδονίας και πιάνει μαζί τους δράση με πειρατικά σκάφη κατά των τουρκικών εμπορικών πλοίων, στο κεντρικό και βόρειο Αιγαίο.
Η κήρυξη της Ελληνικής επανάστασης το 1821, στις παραδουνάβιες χώρες από τον Γιωργάκη Ολύμπιο και τον Φαρμάκη (αρματολοί από το αρματολίκι του Ολύμπου, υπό την αρχηγία και καθοδήγηση του πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη) διαδίδεται σαν αστραπή σε όλα τα Βαλκάνια και φυσικά και στην Σκόπελο. Όλοι οι κλέφτες και αρματολοί που τόσο καιρό είχαν λουφάξει κατατρεγμένοι από τους Τούρκους, κατάλαβαν ότι η Αγία Ώρα της Ανάστασης του έθνους είχε φτάσει: τρόχισαν τα γιαταγάνια τους, γυάλισαν τις πιστόλες και τα καριοφίλια τους για να πιάσουν δράση. Δεν άργησε να έρθει το προσκλητήριο από το Πήλιο. Ο Φωτισμένος Δάσκαλος του γένους – Επαναστάτης Άνθιμος Γαζής καλεί τους κλέφτες και του αρματολούς που ευρίσκονταν στην Σκόπελο και την Σκιάθο να προστρέξουν προς βοήθεια στο Πήλιο, καθώς η φλόγα της επανάστασης είχε ανάψει.
Η επανάσταση του Πηλίου δεν κατάφερε να εξαπλωθεί, διότι δεν ήταν καλά οργανωμένη και διότι οι Τούρκοι είχαν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις πολύ κοντά στην Λάρισα. ΟΙ επαναστάτες δεν κατάφεραν να έχουν κάποια μεγάλη επιτυχία και σε λίγο χρόνο η επανάσταση εκφυλίστηκε. Οι επαναστάτες διέφυγαν στην Σκόπελο, έτσι άδοξα έσβησε η επανάσταση του Πηλίου (Αρχεία του Ανθίμου Γαζή μαχητές στην επανάσταση του Πηλίου).
Ο Γκριζιώτης επιστέφει στην Σκόπελο και σε λίγο καιρό αποβιβάζεται στην Εύβοια με την μικρή ομάδα που έχει δημιουργήσει με Θεσσαλούς και Μακεδόνες μαχητές (αρχηγός των Μακεδόνων που ήλθαν στην Εύβοια <Γιάννης Κορδάτος : Ιστορία της νεότερης Ελλάδος> , τ΄. Γ , σ. Αθήναι), κάτω υπό τις διαταγές του Θεσσαλού οπλαρχηγού Σιούτα. Ο Σιούτας υπό την αρχηγία του επαναστάτη της Εύβοιας Αγγελή Γοβγίνα έλαβε μέρος σε πολλές μάχες με το σώμα του. Στις μάχες που ακολουθούν ο Γκριζιώτης έδειξε τις ικανότητες του, το θάρρος, την τόλμη, την οργάνωση της μάχης και τις αρχηγικές του ικανότητες. Ο Αγγελής Γοβίνας μετά την μάχη των Βρυσακίων τον Ιούλιο του 1821, αναγνωρίζει από την πρώτη στιγμή, τις αναμφισβήτητες ικανότητες του Γκριζιώτη. Ο Γκριζιώτης πολύ σύντομα ονομάζεται οπλαρχηγός με τριακόσιους μαχητές και κατόπιν πεντακοσίαρχος. Την 11η Ιανουαρίου στη μάχη του μύλου των Στύρων μαζί με τον Μαυροβούνιο οπλαρχηγό και κατόπιν επιστήθιο φίλο του Βάσο Μαυροβουνιώτη και τον οπλαρχηγό Ηλία Μαυρομιχάλη κατατροπώνουν τον Ομέρ Μπέη της Καρύστου και τον Γιουσούφ Αγά.
Ο Γκριζιώτης αναλαμβάνει την αρχηγία της επαρχίας Καρυστίας με την ευλογία του Γοβιού ο οποίος εκστρατεύει κατά της Χαλκίδας. Την 22α Φεβρουαρίου με χίλιους πεντακόσιους πολεμιστές μαζί με τον αδελφό του μοναχό Γρηγόρη, ο οποίος έφυγε από την μονή της Αγίας Παρασκευής της Σαμαρίνας μαζί με τον μικρότερο τους αδελφό τον Δημητράκη και με δεκαπέντε περίπου πολεμιστές από τα χωριά της Πίνδου (Σαμαρίνα, Σμίξη, Φούρκα, Δοτσικό,) για να συμμετάσχουν στον αγώνα της λευτεριάς, νικούν τον Ομέρ Πασά στα Στύρα και τον αναγκάζουν να υποχωρήσει.
Ο θάνατος των αρχηγών Αγγελή Γοβιού και Ηλία Μαυρομιχάλη, μαζί με τις έριδες των Ελλήνων ποίος θα έχει τον πρώτο λόγο στην Εύβοια (ο Οδυσσέας Ανδρούτσος η ο Άρειος Πάγος) έφερε την επανάσταση της Εύβοιας σε δύσκολη καμπή. Ο Γκριζιώτης, μόνος από τους υπόλοιπους αρχηγούς, συνέχισε τον αγώνα να πολιορκεί την Κάρυστο και την 5η Μαΐου του 1823 στο χωριό Βατύσι νίκησε με λίγους πολεμιστές και έκλεισε στο κάστρο της Καρύστου τον Ομέρ Πασά. Όμως η πρωτοβουλία των κινήσεων είχε περάσει πλέον στα χέρια των Τούρκων που είχαν τεράστια στρατιωτική δύναμη. Αναγκαστικά λύει την πολιορκία της Καρύστου και καταφεύγει στην Σκόπελο και κατόπιν στην Σκύρο με εξήντα περίπου παλικάρια και προσπαθεί να ανασυντάξει το σώμα του.
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1823 ο Γκριζιώτης προάγεται στον βαθμό του Χιλιάρχου. Η σοβαρότερη επιτυχία αυτό το διάστημα ήταν η σύλληψη του Αχμέτ Κεχαγιά στο Μαρμάρι. Στον αντίποδα η επιδημία της πανώλης, που ξεκληρίζει τον πληθυσμό, προσβάλει και τον Γκριζιώτη. Ο Νικόλας, βαριά άρρωστος, καταφεύγει στην Κέα, όμως η πανώλη θερίζει τα μικρά του αγόρια, τον Γιώργη και το νεογέννητο (που ήταν αβάπτιστο). Η γυναίκα του Ρήνα προσπαθεί, παρά τον μεγάλο πόνο της, να τον κρατήσει ζωντανό. Το καταφέρνει διότι ο Νικόλας ήταν σκληρό σκαρί, και την άνοιξη του 1824 ο Γκριζιώτης προσπαθεί να ανασυντάξει το στρατιωτικό σώμα του στην Σκύρο.
Τον Απρίλιο του 1825 πρωτοστάτησε μαζί με τον Γιάννη Γκούρα στην μάχη της ΄Αμπλιανης καθώς και σε άλλες μάχες αυτής της χρονικής περιόδου. Το Φθινόπωρο του 1825 η επαναστατική προσωρινή κυβέρνηση τον προτρέπει να σπεύσει για βοήθεια στο Μεσολόγγι, όμως δεν του δόθηκε κανένα σχέδιο δράσης, ούτε πολεμοφόδια, ούτε μισθός για τους πολεμιστές. Αντιθέτως η κυβέρνηση, έδωσε εντολή στον Φαβιέρο να δημιουργήσει τακτική στρατολογία για το σκοπό αυτό, δίχως χρήματα αφού είχαν κατασπαταλήσει το Δάνειο της Αγγλίας και έτσι το Μεσολόγγι έμεινε αβοήθητο.
Ο Γκριζιώτης στη συνέχεια εντοπίζεται στην Αθήνα. Εκεί ευρίσκει άρρωστη από επιπλοκή της λοχείας την σύζυγο του Ρήνα, που έδενε μάχη να κρατηθεί στη ζωή, αλλά οι πάμπολλες κακουχίες και οι στερήσεις την κατέβαλαν ύστερα από κάποιες ημέρες. Η αγαπημένη του Ρήνα όμως, του είχε χάρισε ένα κοριτσάκι που πήρε το όνομα της γιαγιάς της, Κυράτσω. Το όνομα Κυράτσω είναι ένα όνομα μη συνηθισμένα, που δεν συναντάται στη Στερεά Ελλάδα αλλά στις περιοχές της Θεσσαλίας και Δυτικής Μακεδονίας. Ακόμη και σήμερα το όνομα Κυράτσω απαντάται συχνά στη Σαμαρίνα. Ο Γκριζιώτης συντετριμμένος θάβει την αγαπημένη του Ρήνα στην εκκλησία των Ασωμάτων των Αθηνών στη Μονή Πετράκη. Προς τιμή της οι πολεμιστές της τραγούδησαν μοιρολόγια και έριξαν τις ανάλογες ντουφεκιές. Ο Γκριζιώτης έφυγε από την Αθήνα και στρατοπέδευσε στην Κερατέα Αττικής, για να ξεχειμωνιάσει.
Την άνοιξη του 1826 ο Γκριζιώτης μαζί με τον Βάσο Μαυροβουνιώτη και τετρακόσιους πολεμιστές και με χρηματοδότη τον Χατζημιχάλ Νταλιάνη, ενοικιάζουν δεκατρία καράβια και αποβιβάζονται στα παράλια της Βηρυτού. Σκοπός τους, όπως ομολογούν οι Τούρκοι καθώς και ο Gordon (τ. Β΄σ.295), ήταν να ξεσηκώσουν τους Μαρονίτες του Λιβάνου και να δώσουν μια νέα διάσταση στην επιχείρηση, ανοίγοντας ένα νέο μέτωπο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, για να αποσυμπιέσουν τις επιχειρήσεις των Τούρκων στο ελληνικό έδαφος. Η επιχείρηση όμως δεν πέτυχε διότι οι ντόπιοι πληθυσμοί δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για αγώνα και οι Τούρκοι με υπέρτερες δυνάμεις κατάσβησαν το φιλόδοξο εγχείρημα για το άνοιγμα ενός άλλου μετώπου στον Λίβανο. Ο Γκριζιώτης και οι πολεμιστές του μετά τις πρώτες αψιμαχίες αποχωρούν άπραγοι και επιστρέφουν στην Ελλάδα.
Ο Νικόλας Γκριζιώτης λαμβάνει μέρος στις κυριότερες μάχες της περιόδου του 1826, μαζί με τον Φαβιέρο. Εκστρατεύουν στην Εύβοια και εν συνεχεία αναλαμβάνουν, υπό την αρχιστρατηγία του Καραϊσκάκη και κατόπιν εντολής της κυβέρνησης, να δημιουργήσουν ισχυρό στράτευμα στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ο Γκριζιώτης συμμετέχει σε όλες τις μάχες για να λύσουν την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών. Συγκεκριμένα τον Ιούνιο στη μάχη στα Λιόσια, στις 6 ως 8 Αυγούστου στη μάχη του Χαϊδαρίου και τον Σεπτέμβριο 1826 στο Θριάσιο πεδίο. Εκεί οι πολεμιστές του Γκριζιώτη, κάτω από την άριστη καθοδήγηση του, την ανδρεία του και την σωστή τακτική επέτυχαν σπουδαίες νίκες.
Η πολιορκία της Ακρόπολης συνεχίζονταν και οι υπερασπιστές της, μετά τον θάνατο του Φρούραρχου της Ακρόπολης Γκούρα την 5 Οκρωβρίου 1826, βρέθηκαν σε δεινή θέση. Ο Καραϊσκάκης αναθέτει στον Γκριζιώτη την διοίκηση της Ακρόπολης και την συνέχιση του αγώνα. Ο Γκριζιώτης με τους οπλαρχηγούς Μαμούρη, Ντεληγιώργη, Μητρολέκα, Τζούρα και διακόσιους πολεμιστές του στις 11 προς 12 Νοεμβρίου του 1826, με απόλυτο αιφνιδιασμό διέσπασαν τις Τουρκικές γραμμές και μπήκαν στην Ακρόπολη με πολεμοφόδια και τρόφιμα. Ο Γκριζιώτης αναλαμβάνει Φρούραρχος της Ακρόπολης, όπως είχε οριστεί, και αναπτερώνει το ηθικό των πολιορκημένων.
Προχωρά άμεσα σε αναδιοργάνωση της άμυνας με καλλίτερη οχύρωση και διανέμει ορθολογικότερα τις δυνάμεις του. Την είσοδό του στην Ακρόπολη αναπαριστά στον πίνακα του ο σύγχρονός του λαϊκός ζωγράφος Παναγιώτης Ζωγράφος («Έμβηκεν δευτέρα βοήθεια των Ελλήνων ο Ν. Γκριζιώτης μετά διακοσίων») και για αυτή του την ηρωική πράξη, δηλαδή να υπερασπιστεί με γενναιότητα και αυταπάρνηση την Ακρόπολη, έχει μείνει στη συλλογική μνήμη των Αθηναίων, ως ο Φρούραρχος των Αθηνών.
Η αποτυχημένη όμως προσπάθεια του Φαβιέρου να λύσει την πολιορκία καθώς και ο θάνατος του Στρατηγού Καραϊσκάκη, ανάγκασε την ηρωική φρουρά της Ακρόπολης να παραδοθεί με μεσολάβηση του κυβερνήτη της Αγγλικής κορβέτας «Κόρνερ». Ο Γκριζιώτης δεν ήθελε να παραδοθεί αλλά να πολεμήσει ως το τέλος και εάν ήταν δυνατόν να κάνουν έξοδο όπως στο Μεσολόγγι, η άποψη του όμως αυτή δεν έγινε αποδεκτή από τον Φαβιέρο και τους άλλους οπλαρχηγούς και η φρουρά τον συνέλαβε και τον έβγαλε δεμένο με τα μάτια του γεμάτα κλάματα (Βλαχογιάννης «Ιστορική Ανθολογία σ. 168, Σπηλιάδης τ. Γ΄, σ. 302).
Η φήμη και η ανδρεία του γίνεται γνωστή σε όλο τον ελληνικό χώρο και ο στρατηγός Στουρνάρας από το Μεσολόγγι, όταν τον γνωρίζει από κοντά, τον κάνει γαμπρό του, δίνοντας την κόρη του Φωτεινή. Η Φωτεινή του χαρίζει ένα γιό τον Δημήτριο που γεννιέται μετά το τέλος της Ελληνικής επανάστασης. Η κακοτυχία όμως στην προσωπική του ζωή δεν λέει να αφήσει τον Νικόλα, σε λίγο καιρό μετά την γέννα χάνει και την δεύτερη γυναίκα του την Φωτεινή Στουρνάρα.
Ο Γκριζιώτης ως το τέλος της Ελληνικής επανάστασης συμμετέχει σε όλες τις σημαντικές μάχες της περιόδου, όπως η εκστρατεία στο Τρίκερι (Νοέμβριος 1827). Με τον Μαίζωνα και τον Υψηλάντη παίρνει μέρος με το σώμα του σε τις όλες τις μάχες της περιόδου σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα καθώς και στην μάχη της Πέτρας (12/09/1829) που σηματοδότησε το τέλος της μεγάλης και ηρωικής επανάστασης του 1821. Το όραμα για μια νέα Ελλάδα είχε γίνει πραγματικότητα: οι αγώνες, οι αμέτρητες θυσίες, ο ηρωισμός και η θέληση για ελευθερία μόλις είχε πραγματωθεί. Επαναστάτες σαν Γκριζιώτη, τον Γιωργάκη Ολύμπιο, τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη, τον Μακρυγιάννη, τον Νικηταρά, τον Κανάρη, την Μπουμπουλίνα και τόσοι άλλοι, έχουν χαράξει με το σπαθί τους τις ποιο λαμπρές σελίδες της νεότερης Ελληνικής ιστορίας.
Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια και τον ερχομό του Όθωνα, τάσσεται στο πλευρό των συνταγματικών και παλεύει για την καθιέρωση συντάγματος και δημοκρατικών ελευθεριών. Συμμετέχει στο κίνημα του 1843 μαζί με τον Μακρυγιάννη και τον Γεωργαντά. Επιτυγχάνουν μάλιστα τη σύνταξη του πρώτου Συντάγματος της ελεύθερης Ελλάδος. Εν συνεχεία εκλέγεται βουλευτής Ευβοίας (17/07/1844) και συνεχίζει την αντιμοναρχική του δράση κατά της βασιλείας και του Όθωνα, συλλαμβάνεται δε και φυλακίζεται για αυτή του την δράση το 1847 στη Χαλκίδα. Οι οπαδοί του τον ελευθερώνουν και κηρύττει αντιμοναρχική επανάσταση. Την επανάσταση την καταπνίγει ο στρατηγός Γαρδικιώτης Γρίβας και ο Γκριζιώτης, βαριά τραυματισμένος στην κοιλιά του και στο αριστερό του χέρι του, το ακρωτηριάζει μόνος του και για να αποφύγει την γάγγραινα, βουτώντας το στην κατράνη.
Συμβουλεύει τους συντρόφους του να παραδοθούν και καταφεύγει από τη Κύμη με ιστιοφόρο στην Χίο και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, την Προύσα και τέλος στην Σμύρνη. Οι μοναρχικοί ποτέ τους δεν συγχώρησαν την δράση του και τον κυνήγησαν ανηλεώς. Ποτέ τους δεν έδωσαν αμνηστία, αν και το ζήτησαν πολλοί φίλοι και συμπολεμιστές του. Στη Σμύρνη παντρεύεται και με τρίτη γυναίκα, το όνομα της οποίας δεν είναι γνωστό, Αυτό όμως που είναι γνωστό είναι πως ήταν από την Σμύρνη και ότι ήταν πολύ πλούσια.
Ο Γκριζιώτης πεθαίνει ξαφνικά στις 12 Φεβρουαρίου του 1853, αλλά πολλοί ισχυρίζονται ότι τον δηλητηρίασαν. Κηδεύτηκε στο ναό της Αγίας Φωτεινής με μεγάλες τιμές από τους Έλληνες κατοίκους στην Σμύρνης που αναγνώρισαν την μεγάλη του προσφορά στους αγώνες της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Ο Νικόλας Γκριζιώτης ήταν ο μοναδικός στρατηγός που έλαβε μέρος στις περισσότερες μάχες που διαδραματίσθηκαν στην επανάσταση του 1821 και από την πρώτη γραμμή. Πολέμησε με συνέπεια για τις ιδέες του για σύνταγμα και δημοκρατία αλλά οι μοναρχικοί δεν τον συγχώρησαν ποτέ. Δεν του δόθηκε ακόμη και από του ιστορικούς η ανάλογη προβολή για την μεγάλη του προσφορά στην Επανάσταση 1821.
Πολλοί του αλλάξανε το επίθετό του από Γκριζιώτης, σε Χαραχλίανη η Βυργιώτη, όμως τα επίσημα έγραφα της επανάστασης τον αναφέρουν ως Νικόλαο Γκριζιώτη επονομαζόμενο Κριεζιώτη (ντοπιολαλιά). Ενδεικτικά:
«Την 18ην Σεπτ. 1823 ανεγνώσθη προβούλευμα του εκτελεστικού προβάλλοντας τον Καπετάν Γκριζιώτην δια τας προς την Πατρίδα δουλεύσεις του εις τον βαθμόν της χιλιαρχίας».
«Τη 19/09/1823 ενεκρίθη να προβιβασθεί εις τον βαθμόν της χιλιαρίας ο καπετάν Νικόλαος Γκριζιώτης (Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας τ. Β., σ. 158-159).»
Ο Κασουμούλης έγραψε: «Ο δε Βάσος ήτο γιγαντιαίου αναστήματος, ο δε Γκριζιώτης σωματώδης και κοντός» (Κασουμούλη τ΄. Γ. σ.392. Νο 42 κατάλογος του στρατοπέδου Χαϊδαρίου: 365 του αρχηγού Καραϊσκάκη, 520 του στρατηγού Ν. Γκριζιώτη κλπ 05/08 1826 στρατόπεδο Ελευσίνας). Ακόμη και σήμερα ο δήμος Αθηναίων έχει δώσει την ονομασία μιας κεντρικής οδού των Αθηνών με την ντοπιολαλιά του, οδός Κριεζιώτου, αντί του πραγματικού επωνύμου και ιδιότητας Οδός Στρατηγού Νικολάου Γκριζιώτη, Φρουράρχου Ακροπόλεως Αθηνών.
Βιβλιογραφικές παραπομπές
⦁ Αρχεία Παλιγγενεσίας
⦁ Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη
⦁ Απομνημονεύματα Κασομούλη
⦁ Αρχεία Ανθίμου Γαζή, Μηλιές Πηλίου
⦁ «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος», Γ. Κορδάτος
⦁ «Ο Νικόλαος Κριζιώτης», Γ. Ντεγιάννη, Τόμος Α’
⦁ «Νικοτσάρας», Αλ. Κελέση, 1972
⦁ Αρχείο Αχιλλέα Γκριζιώτη, ποιητή – θρυλοτραγουδιστή – θρυλοσυλλέκτη
⦁ Αρχείο εφημερίδας «Ελευθερία», έρευνες δημοσιογράφου Β. Καλογιάννη
Προσωπικές Μαρτυρίες
⦁ Μιχαήλ Γκριζιώτη (κυρατζής)
⦁ Βασιλικής Λυγούρα (Οικοκυρά)
⦁ Βακατάρη Ηλία (έμπορος, ερασιτέχνης ιστορικός ερευνητής)
⦁ Λούκα Δημήτρη (ποιητής)
⦁ Παπανικολάου Αθανασίου (δάσκαλος, συγγραφέας)
⦁ Σπυράκη Κωνσταντίνου (έμπορος)
⦁ Βουλγαράκη Φανίτσα (Οικοκυρά)
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΙΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ
Ελληνικά: Σκηνή από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου με την καθοδήγηση του Μακρυγιάννη.
English: The Siege of the Acropolis. Scene from the Greek War of Independence. Painting by Panagiotis Zografos, under guidance of Yannis Makriyannis.
1. Πολιορκία τών Αθηνών και της Ακροπόλεως και καθημερινοί πόλεμοι σε διάστημα ενός έτους, εως ότου έπεσε η Ακρόπολις, όπου ήταν πολιορκημένη άπό τον Κιουτάγιαν μέ όλας του τας δυνάμεις.— 2. Ακρόπολις όπου τήν οποίαν εκρατούσαν οι Έλληνες και οι φιλέλληνες με το τακτικό.—3. Τα χαρακώματα και κοφίνια, όπου μας πολεμούσαν οι Τούρκοι με τα λιανοτούφεκα και τους πολεμούν και από μέσα.— 4. Τά κανόνια όπου είχαν οι Τούρκοι ομού και μπόμπες και γρανέτες από την Αγιομαρίνα και Σέντζος έως τις στήλες του Ολυμπίου Διός και μας πολεμούν νύχτα και μέρα το ίδιο και εμείς.— 5. Όσοι οπλαρχηγοί, αξιωματικοί και Έλληνες, κυριευθείσης της πόλεως κλεισθήκαμε μέσα έως 800 άνθρωποι· αι κεφαλαί Γκούρας, Εύμορφόπουλος, Κατζικογιανναΐοι, φωκαίοι, Παππακώστας, Νταβαραΐοι, Λίτζας, Κώστας Λαγουμτζής, Συμεών Ζαχαρίτζας, Νεροϋτζος, Καψορράχης, Δανίλης, Δημογέροντες, Σ. Ζαχαρίτζας, Βλάχος Σταυρής, Ν. Καρώρης, Σεραφείμ, Σουρμελής και άλλοι πολλοί οικοκυραίοι και στρατιωτικοί και ο Μακρυγιάννης. — 6. Οι Αθηναίοι και εν μέρος του Γκούρα φύλαγαν απέξω και οι Νταβαραίοι από την πρώτη πόρτα του κάστρου έως το Λιοντάριον. — 7. Εις την σπηλιά φύλαγαν ο Μορφόπουλος και ο Παππακώστας. — 8. Εις το Πορτάκι φύλαγε ο Καψορράχης με Αθηναίους.— 9. Από μέσα εις το Σαρπετζέ, Ε. Ζαχαρίζας με τους Αθηναίους και ο Ευστάθιος Κατζικογιάννης, και το σώμα του Λαγουμτζή.— 10. Απέξω από τον Σερπετζέ, ο Μακρυγιάννης με το σώμα του και πληγώθηκε μπροστά στον λαιμό και εις το κεφάλι (επειδή στην ίδια θέση ήταν τα λαγούμια των Ελλήνων και των Τούρκων).— 11. Η θέση του Γκούρα, όπου και έφονεύθη.— 12. Έμβηκεν δευτέρα βοήθεια των Ελλήνων ο Ν. Γκριζιώτης, ο Μαμούρης, ο Μήτρο Λεκκας, Τριαντάφυλλος Τζουρας, Τόλιας και Ντεληγιώργης, έως 200 άνθρωποι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου